- εἴληφας
- ты получилТы принял
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εἴληφας — λαμβάνω a perf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
O-ISTI — formula compellandi, quâ saepius paganos sive Ethnicos, in quos acri suô ab Africa acetô invehitur, in clamat Arnobius, i. e. Fatui et scelesti homines. Vide Barthium Adversar. l. 9. c. 10. et l. 53. c. 10. l. 55. c. 13. Ita Graecis, ὦ οὗτος, ὦ… … Hofmann J. Lexicon universale
πάμπιστος — πάμπιστος, ον (ΑΜ) 1. απολύτως πιστός, τελείως αφοσιωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάμπιστον πλήρης απόδειξη («οὐκ εἴληφας τὸ πάμπιστον ἡμῶν τῆς εὐτολμίας», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πιστός] … Dictionary of Greek
τέττιξ — ο, ΝΜΑ λόγια, σήμερα, ονομασία τού τζιτζικιού αρχ. 1. χρυσό κόσμημα τών μαλλιών, καρφίδα ή περόνη, το οποίο είχε ως κεφαλή τέττιγα από χρυσό και το οποίο φορούσαν αρχικά οι πριν από τον Σόλωνα Αθηναίοι ως ένδειξη ότι ήταν αυτόχθονες και αργότερα… … Dictionary of Greek
КИР И ИОАНН — [греч. Κῦρος (ἀββᾶ Κῦρος, ᾿Αββακῦρος) κα ᾿Ιωάννης; лат. Cyrus (Abbacyrus) et Ioannes; араб. ; груз. კჳროსი და იოვანე, კვიროსი და იოანე] († 311), мученики бессребреники вместе с мученицами Феодотией (Феодотой), Феоктистой, Евдоксией и Афанасией… … Православная энциклопедия